νεωποίης

νεωποίης
νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναποίας — και ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • ναπόας — ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ναποίας, νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • νεοποίης — νεοποίης, ὁ (Α) βλ. νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • νεωποιός — και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α) 1. νεωποίης* 2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός* + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • νεωποιώ — νεωποιῶ και νεοποιῶ και δωρ. τ. ναοποιῶ, έω (Α) [νεωποιός] υπηρετώ ως νεωποίης* …   Dictionary of Greek

  • πρωτονεωποιός — ο, Α ο πρώτος νεωποιός* ή νεωποίης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νεωποιός «κατασκευαστής πλοίου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”